e-BOOK: «Υμνογραφικά Κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδος – Γλωσσική & Υφολογική Προσέγγιση»
Εκδόθηκε το ηλεκτρονικό βιβλίο (e-book) με τίτλο «Υμνογραφικά κείμενα της Μεγάλης Εβδομάδος. Γλωσσική & Υφολογική Προσέγγιση», σελ. 520, ISBN 978-618-82862-0-7 | 978-618-82862-1-4.Διαβάστε εδώ δωρεάν έναν αριθμό σελίδων του ηλεκτρονικού βιβλίου (αρχείο .exe).
Τα κείμενα της θείας λατρείας και ο θησαυρός της ελληνικής γλώσσας.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Η γλώσσα της λατρείας στην ελληνόφωνη ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί μια ενδεικτική περίπτωση στην οποία συναντήθηκαν με τον πιο δημιουργικό, γόνιμο και συνθετικό τρόπο όλες οι φάσεις της ελληνικής γλώσσας. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός ανεκτίμητου γλωσσικού θησαυρού, ο οποίος μάλιστα δεν παρέμεινε μόνο στα γραπτά κείμενα, αλλά είχε τη μοναδική τύχη εδώ και αιώνες να ακούγεται στις λατρευτικές συνάξεις και συχνά να τον σιγοψιθυρίζουν οι πιστοί.
Λίγοι ακούγοντας ή διαβάζοντας τη φράση ποιμένες αγραυλούντες, από τον όρθρο των Χριστουγέννων και το κείμενο του Λουκά, ή τον στίχο Νευστάζων κάραν Ιούδας, την εσπέρα της Μ. Τετάρτης, υποψιάζονται ότι οι μετοχές αγραυλούντες και νευστάζων ανάγουν την καταγωγή τους στην ομηρική γλώσσα. Ο εντοπισμός των όποιων απηχήσεων και αναμνήσεων μπορεί να μην επινεναιώνει ότι ο υμνογράφος παρέλαβε τη φράση από τον Όμηρο, αλλά σίγουρα αποδεικνύει την «αθανασία» της έκφρασης.
Συχνή επιδίωξη της χριστιανικής γραμματείας όλων των ειδών, και ως ένα βαθμό και των λειτουργικών κειμένων, είναι η κατανόηση από τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διαμόρφωση της γλώσσας της λατρείας υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες, που καθορίζουν τη γλωσσική ταυτότητα:
- η λατρευτική γλώσσα όλων των θρησκειών και όλων των εποχών διατηρεί μια μικρή ή μεγάλη απόσταση από τη γλώσσα της καθημερινής χρήσης
- επιμέρους λόγοι που σχετίζονται κυρίως με το ίδιο το δόγμα, τη μουσική ή ρυθμική εκφορά του λόγου, την έντεχνη – ποιητική μορφή του λόγου, αλλά και την ακουστική συνήθεια που συνεπάγεται η συχνή επαφή με τα κείμενα αυτά, που έχει ως αποτέλεσμα μια συντηρητική στάση έναντι οποιασδήποτε αλλαγής.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Σταθερή βάση της γλώσσας της λατρείας υπήρξε η βιβλική γλώσσα της Καινής και της μετάφρασης των Ο΄, πρωτίστως λόγω της πλούσιας παρουσίας των αντίστοιχων αναγνωσμάτων. Το μήνυμα του χριστιανισμού καταγράφηκε στην ελληνική γλώσσα, ενώ το κείμενο της ΠΔ είχε ήδη μεταφραστεί επίσης στα ελληνικά για τις ανάγκες των ελληνόφωνων Ιουδαίων. Η γλωσσική πραγματικότητα της εποχής του Χριστού περιλαμβάνει την ελληνική γλώσσα μαζί με τη λατινική και την εβραϊκή. Είναι αυτή που αντικατοπτρίζεται σαφώς στην τρίγλωσση επιγραφή που διέταξε ο Πιλάτος να γραφεί επάνω στο σταυρό. Η γλώσσα, όμως, της επικοινωνίας στη λεκάνη της Μεσογείου ήταν η ελληνική και ακριβέστερα η ελληνιστική κοινή, δηλαδή η μορφή της ελληνικής όπως διαμορφώθηκε μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου. Πρόκειται για μια γλώσσα που απέχει πολύ από την αρχαία ελληνική, με πολλές διαφορές στη μορφολογία, στη φωνητική, το συντακτικό και το λεξιλόγιο. Ωστόσο, είναι μια γλώσσα πιο απλή και ανεπιτήδευτη, που ανταποκρίνεται στην ευρεία διάδοση και τον οικουμενικό της ρόλο. Στην απλή αυτή μορφή της ελληνικής γλώσσας έγραψαν οι ευαγγελιστές και οι απόστολοι.
Η γλώσσα της λατρείας των πρώτων αιώνων είναι επίσης απλή και ανεπιτήδευτη. Η γλωσσική και μετρική εικόνα των πρώτων χριστιανικών ύμνων, επηρεάζεται από την αστάθεια και τις εξελικτικές αλλαγές που διέρχεται η ελληνική γλώσσα την εποχή αυτή καθώς και από τη σταδιακή μετάβαση από την προσωδία στον δυναμικό τονισμό.
Τον 4ο αιώνα, μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων και τη σύγκρουση ελληνισμού και χριστιανισμού, σημειώνεται μια στροφή στις γλωσσικές επιλογές των συγγραφέων της χριστιανικής γραμματείας. Οι μεγάλοι πατέρες της εκκλησίας καλούνται να αντιμετωπίσουν τους εθνικούς, τους αιρετικούς και να οριοθετήσουν με ακρίβεια το δόγμα. Στην υπηρεσία αυτής της αποστολής βρίσκουν αρωγό την ελληνική γλώσσα. Εγκαταλείπουν, όμως, την απλή γλώσσα της ΚΔ, στρέφονται στην αρχαία ελληνική γλώσσα και δανείζονται όρους από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, προκειμένου να διατυπώσουν με ακρίβεια και να κατοχυρώσουν και γλωσσικά το δόγμα.
Οι Πατέρες του 4ου αιώνα με τη γλωσσοπλαστική τους δεινότητα εμπλουτίζουν την ελληνική γλώσσα και διατυπώνουν έναν υψηλό και άρτιο λόγο. Ταυτόχρονα, μετουσιώνουν τις γλωσσικές θεωρητικές απόψεις της αρχαίας ελληνικής σκέψης sub specie christianitatis και εντάσσουν το λόγο στη σωτηριολογική κλίμακα με φιλολογική επιμέλεια και θεολογική συστηματικότητα. Με τον τρόπο αυτό δημιουργούν το βασικό απόθεμα του χριστιανικού ελληνικού θεολογικού λόγου.
Στο χώρο της λατρείας την ίδια εποχή και λόγω της εμφάνισης αιρετικών αποκλίσεων, διαμορφώνεται η λατρευτική πράξη, ενώ η ένταξη μορφωμένων ανθρώπων στις τάξεις του χριστιανισμού οδηγεί και στο χώρο της λατρείας στην απαίτηση για μια υψηλότερη γλωσσική μορφή έναντι της ταπεινής γλώσσας των ευαγγελίων. Έτσι, μετά τον 4ο αιώνα, εκτός από τη γενικότερη στροφή στην αττική διάλεκτο, παρατηρείται συχνή χρήση αγιογραφικών στίχων αλλά και αποσπασμάτων από πατερικά κείμενα και τούτο γιατί ο φόβος για εξάπλωση αιρετικών ιδεών μέσω των ύμνων περιόρισε την ελευθερία στην έκφραση.
- Ειδικότερα, όσον αφορά το Κοντάκιο, προκρίνεται μια γλώσσα αυθόρμητη και άμεση, που βρίσκεται κοντά στο γλωσσικό ιδίωμα της εποχής και που έχει τις ρίζες της στο κοινό γλωσσικό όργανο του 6ου αιώνα, ενώ έχει δεχθεί και την επίδραση της Γραφής αλλά και της ελληνικής ρητορικής.
- Σταθμό όμως για τη γλωσσική ταυτότητα των υμνογραφικών κυρίως κειμένων αποτελεί ο 9ος αιώνας με τη δημιουργία του υμνογραφικού είδους των Κανόνων. Η βυζαντινή υμνογραφία στρέφεται στην προβολή της δογματικής διδασκαλίας, δηλαδή επιχειρεί με τον έμμετρο λόγο και το μέλος να αποτυπώσει τις δογματικές αλήθειες. Η γλώσσα επιστρέφει σε μία λογιότερη και πιο συντηρητική μορφή και εισάγεται η χρήση καθιερωμένων θεολογικών όρων με απόλυτη ακρίβεια, τυποποιημένων και έγκυρων. Με τον τρόπο αυτό δεν υπάρχει κίνδυνος δογματικών διολισθήσεων. Επιπλέον, οι όροι αυτοί ανακαλούν και παραπέμπουν τον αναγνώστη στα καθιερωμένα δόγματα, όπως αυτά κατοχυρώθηκαν στις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων και αποτυπώθηκαν στη διδασκαλία των πατέρων.
- Η σύνδεση επίσης των Ειρμών, δηλαδή του πρώτου τροπαρίου των Ωδών του κάθε Κανόνα, με τις βιβλικές ωδές είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση και ανανέωση του γλωσσικού υλικού που κατατίθεται στα κείμενα αυτά. Αφενός διατηρεί το δεσμό της γλώσσας της υμνογραφίας με τη βιβλική γλώσσα και αφετέρου οδηγεί τον υμνογράφο στην προσπάθεια γλωσσικής ευρεσιτεχνίας προκειμένου κάθε φορά να προσεγγίσει με ένα διαφορετικό, πρωτότυπο και εμπνευσμένο τρόπο το ίδιο βιβλικό θέμα, γεγονός που ανανέωσε και εμπλούτισε το γλωσσικό θησαυρό της λατρείας.
Ο μεγάλος δάσκαλος της υμνογραφικής γλώσσας Ιωάννης Δαμασκηνός υπολογίζεται ότι συνέθεσε 64 ειρμούς της α΄ωδής. Αυτό σημαίνει ότι προσεγγίζει και συνδέει το βιβλικό θέμα της διάβασης της Ερυθράς θάλασσας, που είναι το θέμα της πρώτης ωδής, με 64 διαφορετικούς τρόπους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εισαγωγή νέων εκφραστικών τρόπων και γλωσσικής πρωτοτυπίας.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η γλωσσική μορφή των κειμένων της λατρείας είναι πολυεπίπεδη και βρίσκεται πάντα σε συνάρτηση με τα ιστορικά και θεολογικά δεδομένα και ζητούμενα. Οι υμνογράφοι δε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν και να αναμετρηθούν με κάθε μορφή γλώσσας. Αξιοποιώντας στο έπακρο το δικαίωμα κάθε γλώσσας να αντλεί από το λεξιλογικό υλικό των προηγούμενων φάσεων, άρδευσαν το λόγο τους με τα πλούσια ύδατα από το λεξιλόγιο της εθνικής γραμματείας. Ολόκληρες φράσεις από τους τραγικούς ποιητές, ομηρικές λέξεις, στέκονται δίπλα στην απλή και ανεπιτήδευτη ευαγγελική γλώσσα των ψαράδων και το γλωσσικό οπλοστάσιο της εθνικής αλλά και της βιβλικής γραμματείας αναβαπτίζονται στην κολυμβήθρα του λειτουργικού λόγου. Άλλοτε οι γλωσσικές φόρμες προσλαμβάνονται ακέραιες προσδίδοντας μέσα από τη γοητευτική ακαμψία τους μια εμφατική διατύπωση μέσα στο λόγο. Άλλοτε πάλι πλάθονται και αφομοιώνονται, αναφορτίζονται και πολιτογραφούνται στο υμνογραφικό λεξιλόγιο.
Η γλώσσα της λατρείας καταφέρνει και ισορροπεί με μια παλίντονο αρμονία ανάμεσα στα άκρα: από τη μια η απρόσιτη γλώσσα των ιαμβικών κανόνων και από την άλλη η απλή, ταπεινή και ανεπιτήδευτη γλώσσα των ύμνων του Συμεών του νέου θεολόγου, η απέριττη γλώσσα των συναξαρίων.
Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ
Αυτή η γλωσσική ποικιλία δημιουργεί μεγαλύτερη ή μικρότερη δυσκολία σε όσους επιθυμούν να προσεγγίσουν από το πρωτότυπο τη γλώσσα των λειτουργικών κειμένων. Δυσκολίες δημιουργεί κάποιες φορές η γλώσσα της λατρείας ακόμη και στους ειδικούς. Τύποι σπάνιοι, συντακτικές και γραμματικές υπερβάσεις, παρατυπίες συχνά ποιητική αδεία και χάριν του μέτρου, απαιτούν ειδική προσέγγιση και πολύ καλή γνώση της εξέλιξης της γλώσσας και συντηρητική αντιμετώπιση εκεί όπου οι κανόνες φαίνεται να παραβιάζονται. Η έλλειψη κριτικών εκδόσεων, η περιορισμένης έκτασης μελέτη της γλωσσικής ιδιομορφίας και ταυτότητας πολλών κειμένων της λατρείας, οι αθησαύριστες λέξεις και κυρίως η απουσία συγκροτημένης και μεθοδικής γλωσσικής επεξεργασίας διαφορετικών ειδών και διαφορετικών συγγραφέων είναι εμφανής σε όποιον επιχειρεί να προσεγγίσει γλωσσικά τα κείμενα αυτά.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Η συγκεκριμένη γλωσσική μορφή των κειμένων της λατρείας συναρτάται και με το ποιμαντικό πρόβλημα της κατανόησής τους από το πλήρωμα της εκκλησίας. Όπως είναι γνωστό, η Εκκλησία της Ελλάδος προβληματίστηκε στο θέμα αυτό. Αναπτύχθηκε ένας πλούσιος διάλογος για το αν πρέπει ή όχι να μεταφραστούν τα κείμενα της λατρείας και διατυπώθηκαν ποικίλες και αντιτιθέμενες απόψεις.
Κοινή αποδοχή αποτελεί αφενός το γεγονός ότι η μετάφραση είναι εξαιρετικά χρήσιμη στην κατανόηση των κειμένων και αφετέρου ότι το πρωτότυπο παραμένει αναντικατάστατο, την ίδια στιγμή που η έλλειψη γλωσσικής παιδείας καθιστά την προσέγγισή του για πολλούς αρκετά δύσκολη.
***